τρυχοῖς — τρῡχοῖς , τρυχόομαι pres opt act 2nd sg τρῡχοῖς , τρυχόομαι pres subj act 2nd sg τρῡχοῖς , τρυχόομαι pres ind act 2nd sg τρυχόω wear out pres opt act 2nd sg τρυχόω wear out pres subj act 2nd sg τρυχόω wear out pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοῖς — ψῡχοῖς , ψυχόω give soul to pres opt act 2nd sg ψῡχοῖς , ψυχόω give soul to pres subj act 2nd sg ψῡχοῖς , ψυχόω give soul to pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμψυχοῖς — ἐμψυχόω animate pres opt act 2nd sg ἐμψυχόω animate pres subj act 2nd sg ἐμψυχόω animate pres ind act 2nd sg ἐμψῡχοῖς , ἐμψυχόω animate pres opt act 2nd sg ἐμψῡχοῖς , ἐμψυχόω animate pres subj act 2nd sg ἐμψῡχοῖς , ἐμψυχόω animate pres ind act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Κοκόσκα, Όσκαρ — (Oscar Kokoshka, Πέχλαρν 1886 – 1980). Αυστριακός ζωγράφος και χαράκτης. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ού αι. Αφού φοίτησε για ένα διάστημα στο Ινστιτούτο Τεχνών και Επαγγελμάτων της Βιέννης, διαμορφώθηκε από την επαφή … Dictionary of Greek
.ύχοις — ὕ̱χοις , ὑσσω hyssop perf opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμούχοις — δαμοῦχοι masc dat pl δᾱμού̱χοις , δημοῦχος protectors masc/fem/neut dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημούχοις — Δημού̱χοις , Δημοῦχος protectors masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημούχοις — δημού̱χοις , δημοῦχος protectors masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διψύχοις — διψύ̱χοις , δίψυχος double minded masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)